- συμπαρατάσσω
- ΝΜΑ, και αττ. τ. συμπαρατάττω Α [παρατάσσω]μέσ. συμπαρατάσσομαιμάχομαι στην ίδια γραμμήνεοελλ.μέσ. α) συνεργάζομαι, συμμαχώ άτυπα εναντίον κάποιου ή για να αντιμετωπίσω κάποιον ή κάτιβ) συμμερίζομαι τις απόψεις κάποιουαρχ.παρατάσσω μαζί, τοποθετώ στην ίδια διάταξη.
Dictionary of Greek. 2013.