συμπαρατάσσω

συμπαρατάσσω
ΝΜΑ, και αττ. τ. συμπαρατάττω Α [παρατάσσω]
μέσ. συμπαρατάσσομαι
μάχομαι στην ίδια γραμμή
νεοελλ.
μέσ. α) συνεργάζομαι, συμμαχώ άτυπα εναντίον κάποιου ή για να αντιμετωπίσω κάποιον ή κάτι
β) συμμερίζομαι τις απόψεις κάποιου
αρχ.
παρατάσσω μαζί, τοποθετώ στην ίδια διάταξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμπαράταξη — η / συμπαράταξις, άξεως, ΝΜΑ [συμπαρατάσσω] η μαζί με άλλους παράταξη, ιδίως σε αγώνα ή σε μάχη νεοελλ. συνεργασία, άτυπη συμμαχία («η συμπαράταξη τών κομμάτων τής αντιπολίτευσης εναντίον τής κυβέρνησης») …   Dictionary of Greek

  • τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”